συμμετρίων

συμμετρίων
συμμέτριος
of the same class
masc/fem/neut gen pl
συμμετρέω
measure jointly
pres part act masc nom sg (doric)
συμμετρέω
measure jointly
pres part act masc nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμμετριῶν — συμμετρία commensurability fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”